- πτυσμός
- πτυσμός, ὁ,A = πτύσις, Hp.Epid.7.25.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πτυσμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυσμός — ο, ΝΑ [πτύω] το φτύσμα, το φτύσιμο … Dictionary of Greek
πτυσμῶν — πτυσμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυσμόν — πτυσμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)